μπαχτσές

μπαχτσές
ο см. μπαξές

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μπαχτσές" в других словарях:

  • μπαχτσές — ο (Μ μπαχτσές) βλ. μπαξές …   Dictionary of Greek

  • μπαξές — και μπαχτσές και μπαχτσιάς, ο 1. κήπος, περιβόλι 2. φρ. α) «έχει καρδιά μπαξέ» είναι εύθυμος και καλοκάγαθος άνθρωπος β) «απ όλα έχει ο μπαξές» υπάρχει επάρκεια ή και αφθονία τών απαραίτητων αγαθών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bahce] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»