μπαχτσές
Смотреть что такое "μπαχτσές" в других словарях:
μπαχτσές — ο (Μ μπαχτσές) βλ. μπαξές … Dictionary of Greek
μπαξές — και μπαχτσές και μπαχτσιάς, ο 1. κήπος, περιβόλι 2. φρ. α) «έχει καρδιά μπαξέ» είναι εύθυμος και καλοκάγαθος άνθρωπος β) «απ όλα έχει ο μπαξές» υπάρχει επάρκεια ή και αφθονία τών απαραίτητων αγαθών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bahce] … Dictionary of Greek